- σκορπιοκτόνον
- σκορπιο-κτόνον, τό,= ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.190 p.338 Wellm.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιοκτόνον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοκτόνον — τὸ, Α το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός «ακανθώδες φυτό» + κτόνον (< κτείνω)] … Dictionary of Greek